ὁδεῦον

ὁδεῦον
ὁδεύω
go
pres part act masc voc sg
ὁδεύω
go
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οδεύω — και, στον Ερωτόκρ., οδεύγω (ΑΜ ὁδεύω) [οδός] 1. βαδίζω με προορισμό κάποιον τόπο, πορεύομαι 2. (για ταξιδιώτη) διέρχομαι από σημείο ή τόπο, διασχίζω μια περιοχή νεοελλ. φρ. «οδεύον κύμα» (ραδιοηλ.) κύμα ηλεκτρικού πεδίου το οποίο παρατηρείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”